μετεωρολογικῆς

μετεωρολογικῆς
μετεωρολογικός
skilled in meteorology
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σο, Ουίλιαμ Νέιπιρ — (Shaw, 1854 – 1945). Άγγλος μετεωρολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Διατέλεσε διαδοχικά διευθυντής της Αγγλικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας (1905 20) και καθηγητής της μετεωρολογίας του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου (1920 24). Την… …   Dictionary of Greek

  • Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… …   Dictionary of Greek

  • προγνωστικός — ή, ό αυτός πού αναφέρεται στην πρόγνωση: Προγνωστική δυνατότητα της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”